πνιγέας

πνιγέας
ο / πνιγεύς, -έως, ΝΑ
1. μουσικό εξάρτημα που εφαρμόζεται στα έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα για να μειωθεί η ένταση τού ήχου τους
2. κωδωνοειδές κάλυμμα κλιβάνου («οἷον πνιγεύς τις περικείμενον τὸ ὄστρακον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. σκεύος για αφιέρωση, ανάθημα
2. υδραυλικό μηχάνημα μέσα στο οποίο συμπιεζόταν αέρας
3. αεροθάλαμος υδραυλικού οργάνου
4. φίμωτρο αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῐγ- τού παθ. αορ. ἐπνῐγ-ην τοὺ πνῑγω + κατάλ. -εύς (πρβλ. παραγγελ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πνιγέας — πνιγέᾱς , πνιγεύς damper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουρντίνα — και σουρτίνα και σουρδίνα, η και σουρντίνο, το, Ν μουσ. εξάρτημα μουσικών οργάνων τού οποίου η λειτουργία έχει ως σκοπό να απαλύνει την ηχητική ένταση και να μεταβάλλει το ηχόχρωμά τους, αλλ. πνιγέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sourdine < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • σουρντίνα — η (λ. γαλλ.), εξάρτημα έγχορδου μουσικού οργάνου, πνιγέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”